κριθίδια

κριθίδια
κριθίδιον
decoction of barley
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κριθιδία — η ζωολ. 1. γένος ζωομαστιγοφόρων πρωτοζώων τής τάξης κινητοπλαστίδια, το οποίο αποτελεί παράσιτο τών ασπονδύλων και ζει κυρίως στο έντερο τών αρθροπόδων 2. μαστιγοφόρος μορφή τής λεϊσμανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crithidia <… …   Dictionary of Greek

  • κριθίδιον — (Α) [κριθή] (υποκορ. τού κριθή) 1. ζωμός από βρασμένο κριθάρι 2. (στον πληθ. τὰ κριθίδια λίγο κριθάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”